Η περιοχή στην οποία εκτείνονται τα «δίκαια» της σημερινής Κοινότητος Καλλιθέας, στη μέση περίπου της ανατολικής ακτής της Κασσάνδρας, είναι ένας χώρος με αξιομνημόνευτο Ιστορικό παρελθόν.
Η σημερινή Καλλιθέα ιδρύθηκε το 1922-23, ως συνοικισμός της Κοινότητος Αθύτου, με το όνομα «Μετόχιον Ρωσσικόν». Το αρχικό όνομά της το οφείλει στο γεγονός ότι η πρώτη εγκατάσταση των προσφύγων που δημιούργησαν τον συνοικισμό, έγινε στις κτηριακές εγκαταστάσεις του μετοχιού «Νερόμυλος» της αγιορείτικης μονής του Αγίου Παντελεήμονος, της επιλεγόμενης «του Ρωσικού».
Το 1925 ο συνοικισμός μετονομάστηκε «Νέα Φλογητά» (ΦΕΚ Α/381/1925), γεγονός το οποίο δημιουργεί σύγχυση στους μελετητές της χαρτογραφίας της Χαλκιδικής. Προ του 1940 μετονομάστηκε «Μάλτεπε» και το 1946 αναγνωρίστηκε ως αυτοτελής Κοινότητα, που μετονομάστηκε «Κοινότητα Καλλιθέας» (Β.Δ. 107/26-9-1946. ΦΕΚ Α/290/1946).
Η πληθυσμιακή εξέλιξη της ήταν το 1928/112 άτομα, το 1940/215, το 1951/216, το 1961/198. Έκτοτε άρχισε η αλματώδης τουριστική ανάπτυξη της Κασσάνδρας, η οποία συμπαρέσυρε και την Καλλιθέα τόσο στην πληθυσμιακή (κυρίως εποχιακή), όσο και στην οικιστική ανάπτυξη.
Η Καλλιθέα που είναι ένας προσφυγικός οικισμός (ο ένας από τους τρεις της Κασσάνδρας), αποτελεί τον σημερινό κρίκο μιας αδιάσπαστης ιστορικής αλυσίδας παρουσίας ανθρώπων στην περιοχή. Θεωρούμε σκόπιμο να παρουσιάσουμε εν συντομία την πολύ ενδιαφέρουσα αναδρομή στην Ιστορία του τόπου, επισημαίνοντας ότι ή έρευνα του παρελθόντος του βρίσκεται ακόμη στα πρώτα βήματα.
Η παλαιότερη εγκατάσταση της περιοχής εντοπίζεται κάτω από την Παλιόχωρα της Σωλήνας, στην ακρογιαλιά. Εκεί υπήρχε ένας αξιόλογος οικισμός της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (Π.Ε.Χ. 2), δηλαδή της 3ης χιλιετίας προ Χριστού.
Στην Παλαιόχωρα, διακρίνονται τα λιγοστά ερείπια μιας μεγάλης περιτειχισμένης πόλης, η οποία θα μπορούσε να ταυτισθεί με την «Νέαν πόλιν» που αναφέρει ο Ηρόδοτος, τοποθετώντας την ευθύς μετά την Άφυτιν, προς νότο. Πριν λίγα χρόνια πραγματοποιήθηκαν εκεί σύντομες ανασκαφικές διερευνητικές τομές, από τις οποίες αποκαλύφθηκαν τμήματα του ισχυρού οχυρωματικού περιβόλου της πόλης. Η Νεάπολις ήταν αποικία της γειτονικής Μένδης και οι γνώσεις μας για την ιστορία της είναι ελάχιστες. Θα πρέπει να θεωρηθεί πιθανόν ότι συνέχισε να υπάρχει μέχρι και τους ελληνιστικούς χρόνους, αν λάβουμε υπόψη μας την ύπαρξη του μεγάλου και πολυτελούς μακεδονικού τάφου που βρέθηκε στους νότιους πρόποδες της, δίπλα στην εκβολή του χειμάρρου Ποτόκι. Ο τάφος αυτός καταστράφηκε ολοσχερώς (Οκτώβριος 1988) στερώντας μας πολύτιμες πληροφορίες για την περιοχή και για την εν γένει Ιστορία της ελληνικής τέχνης.
Παραλλήλως με την Νεάπολιν, υπήρχε και το φημισμένο Ιερό του Άμμωνος Διός, στην παραλία της σημερινής Καλλιθέας, το οποίο διοικητικώς ανήκε στην γειτονική Άφυτιν. Οι λατρευτικές εκδηλώσεις στον χώρο του Ιερού πρέπει να άρχισαν πολύ νωρίς. Γύρω στα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα ιδρύθηκε ένα Ιερό αφιερωμένο στο Διόνυσο και τις Νύμφες. Πότε άρχισε ή λατρεία του Άμμωνος Διός δεν είναι γνωστό, αλλά οπωσδήποτε μέσα στον 5ον π.Χ. αιώνα. Στο τέλος του ίδιου αιώνα Ιδρύθηκε ο βωμός του Άμμωνος. Ο ναός κατασκευάσθηκε το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., αλλά σύντομα έπαθε σοβαρές ζημίες και επισκευάστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ.
Κατά τούς ρωμαϊκούς χρόνους (1ος-2ος μ.Χ. αι.) επιχωματώθηκε ο παλαιός βωμός και κατασκευάσθηκε νέος, μικρότερος. Τότε κτίσθηκαν και τα νέα κτήρια με τις κερκίδες, πιθανώς για να παρακολουθούν από εκεί οι πιστοί τα «δρώμενα» στο θυσιαστήριο. Στο Ιερό του Διονύσου υπήρχε θεσμοφόριο και λατρευόταν και ο «Απόλλων Καναστραίος». Το συγκρότημα των Ιερών καταστράφηκε βίαια, ίσως στους χρόνους του Μεγάλου Θεοδοσίου. Τότε θα πρέπει να κτίσθηκε ή παλαιοχριστιανική βασιλική από την οποία βρέθηκαν μόνον αρχιτεκτονικά μέλη. Το ιερό του Άμμωνος Διός αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους χώρους λατρείας του πατέρα των θεών στην αρχαία Ελλάδα. Οι Αφυταίοι, στους οποίους ανήκε το Ιερό, τιμούσαν πολύ τον Άμμωνα Δία και εικόνιζαν το κεφάλι του στα νομίσματα της πόλης τους. Τα άφθονα νερά και η πλούσια βλάστηση που στόλιζαν το Ιερό στην αρχαιότητα, ήταν πασίγνωστα. Έτσι, όταν αρρώστησε από ηλιακά εγκαύματα ο Σπαρτιάτης στρατηγός Αγησίπολις στην Τορώνη, ζήτησε να τον μεταφέρουν στα «σκιερά σκηνώματα και στα λαμπρά και ψυχρά ύδατα» του Ιερού του Διόνυσου, όπου και πέθανε.
Το Ιερό του Άμμωνος Διός βρίσκεται δυτικά του ξενοδοχείου «Άμμων Ζευς» στην παραλία της Καλλιθέας.
Έχει ανασκαφεί ένα μέρος του ναού (σώζεται μόνον το κρηπίδωμα) και η περιοχή του βωμού. Ο ναός ήταν δωρικού ρυθμού). Οι διαστάσεις του υπολογίζονται σε 10,50X21,40 μέτρα. Είχε 6 κίονες στις στενές πλευρές και 11 στις μακρές. Κάθε κίονας πρέπει να είχε ύψος 5,23 μ., ενώ η διάμετρος της βάσης του ήταν 0,86 μ. Τα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού ήταν κατασκευασμένα από ντόπιο κογχυλιάτη λίθο και επιχρισμένα με λευκό μαρμαροκονίαμα. Μετά την μερική καταστροφή του ναού τον 3ο αιώνα π.Χ. (καταστροφή η οποία οφείλεται πιθανώς στην επιδρομή των Γαλατών) ο ναός επισκευάστηκε και ό νέος θριγκός κατασκευάσθηκε από μάρμαρο.
Το Ιερό των Νυμφών και του Διονύσου βρίσκεται ΝΔ του ναού του Άμμωνος Διός. Ανασκάφηκε μία λίθινη σκάλα σκαλισμένη στον βράχο, η οποία οδηγεί σε κοιλότητα του βράχου. Κάτω από τη σκάλα ανακαλύφθηκε μια μεγάλη σπηλιά με ωραίους σταλακτίτες, η οποία όμως δεν έχει ερευνηθεί ακόμη.
Ενώ κτιζόταν η μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική στην θέση του κατεστραμμένου Ιερού του Άμμωνος, στην γειτονική Σωλήνα είχε αρχίσει ή λατρεία ενός άγνωστου σήμερα μάρτυρα της νέας πίστεως. Οι γνώσεις μας γι’ αυτόν βρίσκονται στα πρώτα βήματα. Στο νεκροταφείο της Νεαπόλεως, στην ακρογιαλιά νοτίως του χειμάρρου Ποτόκι, ιδρύθηκε ένα ορθογώνιο επιτάφιο μνημείο, το λεγόμενο «μαρτύριον», διαστάσεων περίπου 9X9 μ., το οποίο στολίσθηκε εσωτερικώς με θαυμάσια ψηφιδωτά στο δάπεδο και πολύτιμες ορθομαρμαρώσεις. Κατά τον 6ον αιώνα «περιβλήθηκε» με τους τοίχους μιας εκκλησίας ρυθμού «βασιλικής». Η αναμενόμενη συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας θα μάς δώσει πολύτιμες πληροφορίες για την παλαιοχριστιανική Αρχιτεκτονική της Κασσάνδρας, αλλά (κυρίως) θα μας δώσει στοιχεία για τον πρώτο μάρτυρα του χριστιανισμού της Χαλκιδικής που γίνεται γνωστός (εξαιρουμένων των νεομαρτύρων).
Ακολουθεί το σύνηθες ιστορικό άλμα των «σκοτεινών χρόνων» και οι πρώτες επόμενες πληροφορίες μας είναι των αρχών του 11ου αιώνα. Τότε, στην ενδοχώρα της Καλλιθέας, υπήρχε το χωριό του Αγίου Δημητρίου (ίσως ή «Παλιόχωρα», μεταξύ Αθύτου και Βάλτας, ή το Κρεμμύδι) το οποίο λίγο αργότερα έγινε μετόχι της αγιορείτικης μονής Βατοπεδίου. Γύρω στο 1044 δόθηκε στην μονή του Αγίου Παντελεήμονος «το προάστειον ο Άγιος Δημήτριος του Φουσκούλου», που βρισκόταν ανάμεσα στα τότε υφιστάμενα χωριά του Ιατρού, των Καμάρων, του Βρηζά, του Χορτοκοπίου, των Παλινέων και των Βουρκάνων. Από τα χωριά αυτά, που βρίσκονταν στην ευρεία περιοχή μεταξύ Βάλτας - Καλλιθέας - Αθύτου - Παπαστάθη, δεν υπάρχει σήμερα ούτε η ανάμνηση. Μέσα στο προάστιο (κτήμα) του Αγίου Δημητρίου, υπήρχε ο ομώνυμος ναός (το Κρεμμύδι;), ο ναός του Αγίου Γεωργίου (στα σημερινά Βλάχικα, όπου το ομώνυμο προσκυνητάρι, το «πηγάδι του Άρεως» και ένας λιθόστρωτος δρόμος.
Εκτός από το προάστιο, δόθηκε στην Μονή και «έτερος τόπος, κείμενος εις τον αιγιαλόν της ανατολικής θαλάσσης, πλησίον του τόπου των Κανδηλαπτών, συν του αμπελίου και της καθέδρας», εκτάσεως 50 στρεμμάτων περίπου. Μάλλον πρόκειται για το μετόχι στον Άμμωνα Δία.
Οι ταραγμένοι αιώνες που επακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα να χάσει τα δικαιώματα της η Μονή στο προάστειον. Το 1419 της παραχωρήθηκε «το εντός της νήσου Κασσάνδρειας παλαιοχώριον του Αγίου Δημητρίου και γη περί αυτό ζευγαρίων τριάκοντα». Στο παραδοτικό έγγραφο γίνεται λεπτομερής περιγραφή των ορίων του κτήματος, του οποίου νότιο όριο ήταν ο πευκόφυτος χείμαρρος αμέσως νοτίως της Καλλιθέας, Εκεί χώριζαν τα «δίκαια» της μονής του Αγίου Παντελεήμονος από τα «δίκαια» του χωρίου του Σωλήνος. Στην θέση της αρχαίας Νεαπόλεως υπήρχε πλέον το χωριό του Σωλήνος. Τα ερείπια του διακρίνονται στην βραχώδη και ελαιόφυτη πλαγιά, στον νότιο τομέα της Παλιόχωρας - Νεαπόλεως, όπου υπήρχε και ο πύργος του χωριού που λιθολογήθηκε κατά την δεκαετία του 1950.
Για το χωριό του Σωλήνος δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Ουσιαστικά πρόκειται για την ιστορική συνέχεια της Νεαπόλεως και συνέχισε να υφίσταται, φθίνον και πτωχό, μέχρι την οριστική καταστροφή του το 1821. Η παραλία του ήταν ένα από τα δύο αγκυροβόλια που εξυπηρετούσαν την Βάλτα. Εκεί έγινε μία από τις σφαγές τού Χαλασμού, διότι οι Οθωμανοί πρόλαβαν πολλούς Χαλκιδικιώτες οι οποίοι προσπαθούσαν να επιβιβαστούν στα Ελληνικά πλοία που ανέμεναν για να τους γλυτώσουν. Νομίζω ότι το πλήθος των ανθρωπίνων οστών που βρέθηκαν το 1977 πάνω στην τούμπα του μακεδονικού τάφου, θα πρέπει να σχετίζονται με την «σφαγή της Σωλήνας».
Με την κυριαρχία των ρώσων μοναχών στην μονή του Αγίου Παντελεήμονος, κατά τα μέσα τού 19ου αιώνα, άρχισε και η αλματώδης ανάπτυξη του μετοχιού του Νερόμυλου. Στην δεκαετία του 1860 άρχισαν τα μεγάλα οικοδομικά έργα για τα νέα μετοχιακά κτήρια. Τότε εντοπίστηκε και το Ιερό του Άμμωνος Διός, το οποίο και λιθολογήθηκε για την εξυπηρέτηση των μοναχών.
Το μετόχι ήταν μία από τις βασικές παραγωγικές μονάδες της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος. Εξυπηρετούνταν από πολλούς εποχιακούς και μόνιμους αγρεργάτες και το 1920 απογράφηκαν σ’ αυτό 41 άτομα.
Οι πρόσφυγες έφεραν στην νέα κατοικία τους πολλά και αξιόλογα κειμήλια, κυρίως εκκλησιαστικά, τα όποια φυλάσσονται στον πρώην ενοριακό ναό του Αγίου Νικολάου (παλαιά μετασκευασθείσα αποθήκη του μετοχιού) και στον μητροπολιτικό ναό του Πολυγύρου. Σημαντικότερα είναι, η εικόνα του Αγίου Νικολάου (ίσως του 16ου αιώνα), η αμφιπρόσωπη μεγάλη εικόνα της Μεταμορφώσεως (1858) και του Χριστού Ευεργέτου (14ου αιώνα), ο κεντητός επιτάφιος (1680) και άλλα νεώτερα, άλλα αντιπροσωπευτικά, δείγματα μικρασιατικής εκκλησιαστικής τέχνης.